- διαμηρίζω
- διαμηρίζω (Α) [μηρίζω]τής ανοίγω τα σκέλη, συνουσιάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμηρίσαι — διαμηρίζω femora diducere aor inf act διαμηρίσαῑ , διαμηρίζω femora diducere aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμηριῶ — διαμηρίζω femora diducere fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμηρίζειν — διαμηρίζω femora diducere pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμηρίζοιμι — διαμηρίζω femora diducere pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμηρίζοιμ' — διαμηρίζοιμι , διαμηρίζω femora diducere pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)